ποτερως

ποτερως
    ποτέρως
    каким из (обоих) способов, каким образом
    

π. ἂν μᾶλλον πράττοιμι ; Xen. — как мне лучше действовать?;

    π. σοι δοκεῖ …;
    Plat. — как, полагаешь ты, …?;
    διορίσαι, π. λέγεις Plat. — определи, в каком (из обоих) смысле ты говоришь


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ποτερως" в других словарях:

  • ποτέρως — πότερος whether of the two? adverbial πότερος whether of the two? masc acc pl (doric) ποτέρως in which of two ways? indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτέρως — Α επίρρ. βλ. πότερος …   Dictionary of Greek

  • πότερος — έρα, ον, και ιων. τ. κότερος, η, ον, Α Ι. (ερωτ. αντων.) σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. ποιος από τους δύο; (α. «οὐκ ἀν γνοίης ποτέροισι μετείη», Ομ. Ιλ. β. «κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι»; Ηρόδ. γ. «ἐρωτώσης τῆς μητρός, πότερος καλλίων… …   Dictionary of Greek

  • πιστεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. πιστεύγω Ν [πιστός] 1. έχω πίστη, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή σε κάτι (α. «και λογισμό μη βάνης μπλιο και πίστεψέ μου μένα», Ερωτόκρ. β. «ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ θεῷ», ΠΔ γ. «κοὐκ ἄλλου σαφῆ σημεῑ ἰδοῡσα τῷδε πιστεύω… …   Dictionary of Greek

  • ποτέρωθεν — Α επίρρ. από ποιον από τους δύο; [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτέρως + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. εκατέρω θεν)] …   Dictionary of Greek

  • ποτέρωθι — Α επίρρ. σε ποιο από τα δύο μέρη; [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτέρως + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. εκατέρω θι)] …   Dictionary of Greek

  • ποτέρωσε — Α επίρρ. σε ποιο από τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτέρως + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. ετέρω σε)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»